- καιρικός
- -ή, -ό (AM καιρικός, -ή, -όν) [καιρός]νεοελλ.1. αυτός που αναφέρεται στον καιρό, δηλ. στην ατμοσφαιρική κατάσταση, ο ατμοσφαιρικός («καλές καιρικές συνθήκες»)2. αυτός που οφείλεται στον καιρό («καιρικές αλλοιώσεις τών αρχαίων μνημείων»)μσν.γραμμ. ο χρονικόςαρχ.1. αυτός που γίνεται έγκαιρα, ο επίκαιρος2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή3. αστρολ. αυτός που ανήκει στη χρονική περίοδο αστέρα4. (για ώρες) αυτός που έχει άνιση διάρκεια, αυτός τού οποίου η διάρκεια ποικίλλει αναλόγως τού μήκους και τής εποχής.επίρρ...καιρικῶς (Μ)με καιρικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.